- μαδιγένειος
- μᾰδῐγένειος, ον, ([etym.] μαδαρός, γένειον)A smooth-chinned, Arist.HA518b20 (prob. [full] μαδηγένειοι, cf. μαδαγένειος and Poll.2.88).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαδιγένειος — και μαδηγένειος και δωρ. τ. μαδαγένειος, ον (Α) αυτός που έχει μαδημένα γένια, αγένειος («ἧττον δὲ γίγνονται φαλακροὶ οἱ μαδιγένειοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδι (πρβλ. μαδώ, μαδαρός), σύνθετο τού τύπου τερψί μβροτος + γένειος (< γένυς,… … Dictionary of Greek
μαδιγένειοι — μαδιγένειος smooth chinned masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδαγένειος — μαδαγένειος, ον (Α) βλ. μαδιγένειος … Dictionary of Greek
μαδηγένειος — μαδηγένειος, ον (Α) βλ. μαδιγένειος … Dictionary of Greek
μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… … Dictionary of Greek